Στην τοποθεσία «Πουρνάρι» των Μηλεών η Φράγκικη Πρινίτσα
Γράφει ο Σοφιανός Α.Νικολόπουλος ή Γκάρλας
(Συνταξιούχος Μαθηματικός)
Οι πλαγιές, από την τοποθεσία «Αργύρη» της Πέρσαινας μέχρι την τοποθεσία «Κουμαριά» των Μηλεών, που φαίνονται πολύ καλά αν κοιτάξεις προς βορράν αν βρίσκεσαι στου Δούκα ή στο Λάλα, είναι γεμάτες από πουρνάρια. ΄Εκταση, περίπου 8 χιλιόμετρα το μήκος και 1 χιλιόμετρο περίπου το πλάτος, 8X1=8 km2.
Τις τοποθεσίες αυτές τις ξέρω πολύ καλά γιατί έβοσκα τα γίδια κάθε Κυριακή και τον καιρό των διακοπών (που δεν είχα σχολείο) όταν το 1948-49 τα είχαμε στο χωράφι του Γεωργάκη Λέντζου στο «Πουρνάρι», που είναι λίγο πιο κάτω στο πλάι προς νότον από το εξωκκλήσι «Μεταμόρφωσις του Σωτήρος».
Βέβαια αναρωτιέμαι γιατί κάθε χειμώνα πήγαιναν οι γονείς μας τις στάνες στο «Καραούλι» που δεν στέκεται ούτε ο διάβολος από τον δυνατό αέρα, το χιόνι και το κρύο. Πάντως ευχαριστιόμασταν να βλέπουμε τα γίδια να τρώνε το «ροδάμι» από τα πουρνάρια την άνοιξη και μάλιστα ελέγαμε το ποιηματάκι:
Τρώει η γίδα το πουρνάρι
γεμίζει γάλα το καρδάρι
Όταν τρώει όμως κουμαριά
πιάνει μόνον μια κουταλιά.
Η Πέρσαινα τότε το 1948-49 δεν είχε δάσκαλο (είχε φύγει ο Πανάγος από του Λάλα) λόγω του πολέμου μεταξύ των άμυαλων Ελλήνων, που άλλοι τον λέγουν Εμφύλιο Πόλεμο, άλλοι τον λένε Ανταρτοπόλεμο και άλλοι Συμμοριτοπόλεμο, που όλοι μας ξέρουμε ότι σκότωνε ο αδελφός τον αδελφό και το παιδί τους γονείς του. Βέβαια ήσαν άμυαλοι γιατί άκουγαν τους Αμερικανούς, τους Ρώσους, τους Άγγλους και τους Γερμανούς. Κι΄ έτσι επήγα στις Μηλιές στην Γ΄ τάξη του Δημοτικού, έμενα στην αρχή στο σπίτι του θείου μου Νικολάου Χρήστου Μπιλάλη, ενοσταλγούσα όμως το χωριό μου κι΄ έτσι επηγαινοερχόμουνα στην Πέρσαινα, μέχρι που έμεινα στην θεία μου Ελένη σύζυγο του Δημήτρη Δημητρακόπουλου (Ντουντούμη). Αλλά και πάλιν ενοσταλγούσα το χωριό μου κι΄ έτσι έμενα στην στάνη στο «Πουρνάρι».
Πάντως ακόμη μού έχει μείνει στην μνήμη μου, όταν άκουγα τα κανόνια στου Λάλα να ρίχνουν, εσφύριζαν οι οβίδες που πέρναγαν στον ουρανό επάνω από τα κεφάλια μας και σε λίγο έσκαγαν στην τοποθεσία «Φούρκα» της Πέρσαινας.
Κάθε πρωί, λοιπόν, εκατέβαινα από παλιόδρομο, όλο πέτρες, για το σχολείο στις Μηλιές που ήταν στο σπίτι του ταχυδρόμου Γεωργίου Λέντζου. Δάσκαλος ο Μπαντούνας. Στην επιστροφή είχα όλο ανήφορο και έπιανα και νερό από την μοναδική βρύση στο Πουρνάρι.
Το νερό έβγαινε από ένα σπιτάκι περίπου 2 μέτρα το μήκος, 2 μέτρα το πλάτος, 2 μέτρα το ύψος. Πίσω προς βορράν είχε μια πορτούλα που μπορούσε να μπει ένα μικρό παιδάκι. Έβλεπες μέσα πού επί τόπου έβγαινε το νερό από την γή. Έγινόταν λούμπα και έβλεπες μερικές κάτασπρες πέτρες μέσα. Απέξω ήταν επενδεδυμένη με μαρμάρινες πλάκες. Είχε τον κάνδαλο που έβαζες το δοχείο να το γεμίσεις νερό, είχε και την γούρνα για να πιεις, είχε δε και την μακρόστενη στέρνα μπροστά για να πίνουν νερό και τα ζώα.
Τώρα έχει αλλάξει πάρα πολύ και η τοποθεσία και η βρύση, γιατί οι Μηλιώτες με σωλήνες πηγαίνουν στο χωριό τους το νερό.
Κανένας όμως δεν ξέρει ποιός και ποιοί έφτιαξαν με τόσην επιμέλειαν αυτήν την βρύση στο μέρος εκείνο. Πάντως οι Τουρκαλβανοί Λαλαίοι αποκλείεται να την έφτιαξαν γιατί δεν είχαν κανένα όφελος ή συμφέρον. Αν την έφτιαχνε κάποιος Μηλιώτης και αν δεν έγραψε το όνομά του στα μάρμαρα, τότε στόμα με στόμα θα έμενε γνωστό το όνομά του και η χρονολογία.
Πρέπει, λοιπόν, να την έφτιαξαν άνθρωποι που την είχαν πολύ ανάγκη. Το μέρος αυτό ενδείκνυται για στρατηγική θέση με την πανοραματική θέα που έχει και ήλιο όλη την ημέρα.
Εγράψαμε τα μέρη εκείνα είναι γεμάτα πουρνάρια. Και όμως λέγεται «Πουρνάρι» μόνον ένας τόπος με ακτίνα περίπου γύρω-γύρω μισό χιλιόμετρο από την βρύση.
Ούτε υπάρχει κάπου κάποιο πουρνάρι που ήταν ή είναι μεγάλο για να δικαιολογεί την ονομασία της περιοχής.
Η λέξις όμως «Πουρνάρι» προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις: ο πρίνος, η πρίνη, το πρίνον, που σημαίνουν το πουρνάρι ή πρινάρι, ή πιρνάρι, από τα αρχαία έχουμε: Το πριναρόδενδρο, ο πρινένιος-α-ο, δηλ. κατασκευασμένος από πουρνάρι,πριναρήσιος ή πουρναρήσιος. Ο πρινεύς-έως δηλ. δάσος από πουρνάρια, ο πρίνινος-νη-νο κ.λ.π. Ο Πρινόκαρπος, τα πρινόκοκκα (κηκίδες), το πρινοκόκκι κ.λ.π. Τέλος, με υποκοριστική σημασία, το πουρναράκι, η πρινίτσα από την πρίνη.
Όπως η Δίβρη το 1928 μετωνομάσθη εις Πρινόφυτον.
Όταν, λοιπόν, ήλθαν οι Φράγκοι στην Πελοπόννησο το 1204, εδιάλεξαν το μέρος εκείνο για να κτίσουν το χωριό τους, που λόγω των πουρναριών το ονόμασαν «Πρινίτσα». Από την λέξη «πρίνη» = θηλυκό πουρνάρι και λόγω που ήταν μικρό το χωριό επρόσθεσαν και το υποκοριστικό –ιτσα κι΄ έτσι έχουμε: από το θέμα πριν. της λέξης πρίνη, πριν+ίτσα = Πρινίτσα.
Αυτοί, λοιπόν, οι Φράγκοι έκαναν έτσι που ήθελαν και την βρύση τους. Εκεί κοντά προς την τοποθεσία «Γκουσέτη» οι Μηλιώτες εύρισκαν τα παλαιά χρόνια αγγεία, σιδηρικά, χάλκινα, τάφους, όπλα, κεραμίδια κ.λ.π., καθώς μου έλεγε ο αείμνηστος Ιωάννης Γεωργίου Δουλής. Επίσης μου έλεγε ότι εκουβαλούσαν οι παλαιοί από εκεί πέτρες για να φτιάξουν τα σπίτια τους.
Οι Βυζαντινοί όμως του Μυστρά υπό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και Μιχαήλ Καντακουζηνό ηθέλησαν να κυριεύσουν το Βυζαντινό αυτό Μεσαιωνικό φρούριο των Φράγκων. Αλλά νικήθηκαν από τους Φράγκους υπό την ηγεσίαν του ιππότη Ιωάννη Καταβά καθώς θα ειδούμε κατωτέρω.
Πράγματι, το 1263, κατ΄ άλλoυς το 1267, ξεκίνησαν από τον Μυστρά 6000 ιππείς, πολλοί πεζοί Έλληνες, Σλαύοι του Ταϋγέτου και των Σκορτών, οίτινες ήσαν και οι οδηγοί αυτών και 1500 μισθοφόροι Τούρκοι στρατολογηθέντες στην Μικρά Ασία, με αρχηγούς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, αδελφό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και τον Μιχαήλ Καντακουζηνό, πάππο του μεταγενέστερου αυτοκράτορος και ιστορικού Ιωάννου Καντακουζηνού, διακεκριμένου στρατιωτικού.
Αφού έφθασαν στην Ανδρίτσαινα κατέβηκαν στην Ηραία, πυρπολούν την αγοράν της Βελιγοστής και το λατινικόν μοναστήρι της Παναγίας της Ίσοβας, με πεποίθησιν ότι θα φθάσουν ακωλύτως στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας στην Ανδραβίδα.
Επέρασαν «ολόρθα» (κάθετα) τον Αλφειόν ποταμόν, έφθασαν στα μέρη της μη υπαρχούσης τότε Νεμούτας και στρατοπέδευσαν στον Κάμπο της Πρινίτσας. Το αναφέρουν και τα τέσσερα «Χρονικά του Μορέως», Ελληνικόν, Ιταλικόν, Φράγκικον, Αραγωνικόν (Ισπανών-Καταλανών).
Κανένας άλλος τόπος, όπου τοποθετούν οι σύγχρονοι ιστορικοί την Πρινίτσα, δεν έχει κάμπο.
Όμως, αυτός ο Κάμπος της Πρινίτσας, έχει παραμείνει και σήμερα ως Κάμπος των Μηλεών. Εκεί οι Έλληνες και οι Τούρκοι μισθοφόροι έπιασαν το τάβλι, το φαγοπότι, το γλέντι, μέθυσαν και κοιμήθηκαν.
Από την άλλη μεριά οι 312 φράγκοι ιππότες, πληροφορήθηκαν τ’ ανωτέρω και υπό τον ανδρείον Ιωάννην Καταβάν, τον οποίον είχε αφήσει τοποτηρητήν του ο απουσιάζων εις Κόρινθον ηγεμών της Αχαΐας Γουλιέλμος Βιλλαρδουΐνος, ένθα ανέμενε τους υποτελείς του, επετέθηκαν κατά των Ελλήνων και ο γενναίος Καταβάς (που ήταν και στενοχωρημένος γιατί είχε φύγει η γυναίκα του με άλλον), έφιππος επήλθε κατά της σκηνής του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τότε ο Ελληνικός στρατός ανέβη εκεί που είναι σήμερα η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδον όμως τον Άγιον Γεώργιον οι Έλληνες να καθοδηγεί τους Φράγκους εναντίον των Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος διεσώθη φυγών επί του ίππου του δια πλαγίων ατραπών της Αρκαδίας εις Μυστράν. Οι δε πλείστοι των στρατιωτών του κατέφυγον εις τα δάση. Την ήτταν των οι δεισιδαίμονες Έλληνες απέδωσαν εις εκδίκησιν της Παναγίας δια την ιεροσυλίαν του μοναστηρίου της Ίσοβας. Περί του Αγίου Γεωργίου το γράφουν και τα τέσσερα «Χρονικά». Πάντοτε οι Έλληνες την πληρώνουν από τους μισθοφόρους ξένους στρατιώτες των.
Τα «Χρονικά» αναφέρουν ότι έγινε μάχη ύστερα στου «Σκληρού».
Κοντά στην Γιάρμενα είναι μία τοποθεσία «Σκληρού». Δεν αποκλείεται να έγινε και εκεί η μάχη. Κατόπιν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στην θέση «Πτέρη». Η κάπελη είναι γεμάτη φτερίντα. Αλλά μία τοποθεσία λέγεται «Φτερίντα». Ίσως να ακολούθησαν την διαδρομή «Φούρκα-Βάρδα-Σκληρού», που η νέα τοποθεσία «Σκληρού» είναι κοντά στο Μπεντένι. Μπορεί να έγινε εκεί η μάχη «Σκληρού». Κατόπιν κατέβηκαν στην «Φτερίντα» που τα «Χρονικά» την λένε «Πτέρη» και εν συνεχεία καθοδηγούμενοι από ντόπιους πήραν τον δρόμο της επιστροφής μέσω Καλλινίκου – Γιάνγκου – Τσούρθη – Σκορίνα – Χελιδόνι – Λέβιτσα – Πελόπιο – Ολυμπία – Ανδρίτσαινα - Μυστρά.
Στην Λέβιτσα, συνάντησαν δύσβατα μέρη με πυκνά δάση από πεύκες-κουμαριές-ρείκια, σπηλιές, γκρεμούς, βράχους, πέτρες. Τούτο το μέρος τα «Χρονικά» το αναφέρουν ως Κάπελη. Πράγματι υπήρχαν και υπάρχουν αυτά τα δύσβατα μέρη ανάμεσα στα χωριά Χελιδόνι-Πελόπιο-Καυκανιά. Οπότε ίσως να λέγουν αυτό το μέρος ως κάπελη και δεν πρέπει να την μπερδέψουμε με την Κάπελη, το δρυοδάσος της Φολόης.
Ακόμη αναφέρω ότι, ίσως οι κάτοικοι της Πρινίτσας να έκτισαν στην θέση που ξέρουμε τον Άγιο Γεώργιο, για να τον «ευχαριστήσουν».
Όταν όμως έφυγαν οι Φράγκοι, επέρασαν εκατοντάδες χρόνια κι΄ έτσι γκρεμίστηκε ο Άγιος Γεώργιος. Το 1821 όμως βοήθησε τους Έλληνες στο ίδιο μέρος ο Άγιος Γεώργιος και νίκησαν τους Τούρκους (σύμφωνα με την ιστορία του Χρυσανθακόπουλου) κι΄ έτσι επάνω στα ερείπια ο Ευθυμίου από του Δούκα εξαναέκτισε τον Άγιο Γεώργιο.
Το μέρος αυτό τα «Χρονικά» το αναφέρουν ως «Αγρίδι Κουνουπίτσας». Πράγματι πριν πολλά χρόνια έτυχε να περάσω βράδυ από εκεί και με «στράβωσαν» τα κουνούπια.
Ένας θείος μου από τις Μηλιές, ο Δημήτριος Χρ. Μπιλάλης, μου είχε ειπεί ότι και κοντά στο εξωκκλήσι «Παναγίτσα» (κάτω από την βρύση στο «Πουρνάρι» περίπου δύο χιλιόμετρα) είναι και εκεί πάρα πολύ κουνούπι.
Και κάτι ακόμη που δεν είναι άσχετο με την Πρινίτσα.
Τα χρόνια εκείνα που ήσαν οι Φράγκοι στην Ελλάδα το πρόβατο το έλεγαν «ρίνα» επειδή η μουτσούνα τους έχει το σχήμα της μύτης του ανθρώπου. Θυμηθείτε τον Ωτορινολαρυγγολόγο (Αυτιά-μύτη-λάρυγγα) ή σύντομα Ω.Ρ.Λ. (ωριλά). Η ριν (=μύτη) της ρινός. Ασφαλώς θα παραπονέθηκε… η Ρίνα (Ειρήνη) κι΄ έτσι δεν προχώρησε η ονομασία αυτή των προβάτων.
Οι Μηλιώτες συγγραφείς στα βιβλία τους ισχυρίζονται ότι το όνομα «Μηλιές» το επήρε το χωριό τους από τις «Μόλες», που έχουν και κάποια τοποθεσία «Μόλα» που σημαίνει μηλιά. Και η Πέρσαινα έχει τοποθεσία «μόλες» αλλά καμμία μηλιά δεν θυμηθήκαμε ότι υπήρχε εκεί.
Τότε, γιατί δεν διατηρήθηκε η ονομασία «Μόλες» μέχρι το 1928 αφού ισχυρίζονται ότι είναι αλβανικής καταγωγής, όπως διατηρήθηκε το Μπεντένι που το 1928 ονομάσθηκε «Νεάπολις» και το 1940 ονομάσθηκε Πεύκη; Επίσης το διατήρησε το όνομά της η Καλολετσή, το Κριεκούκι, η Βύλιζα, η Ντάρντιζα, η Βοστίτσα (Αίγιο), τα Σάλωνα (η Άμφισσα), το Ζητούνι (η Λαμία), τα Βοδενά (η Έδεσσα) και πολλά άλλα χωριά και πόλεις της Ελλάδος.
Ακόμη, οι Φράγκοι παρατήρησαν ότι η μουτσούνα των προβάτων έχει το σχήμα κάποιου μήλου που είναι ποικιλία μηλιάς. Είναι τα λεγόμενα «Φυρίκια», «Κυδώνια», «Λεμόνια». Γιατί Μηλιά ή Αρμενική είναι η βερυκοκιά, Μηλιά ή Περσική είναι η ροδακινιά, Μηλιά ή Μηδική είναι η λεμονιά, Μηλιά ή Κυδωνία είναι η κυδωνιά.
Εξ αιτίας αυτού του μήλου «εβάπτισαν» το πρόβατον = μήλον. Τα πολλά πρόβατα = μήλα και τις στάνες προβάτων = Μηλιές. Σήμερα μόνον δύο λέξεις μας έχουν μείνει απ΄ αυτές! Η Μηλιόρα και το Μηλιόρι. Πρόκειται για αρνιά ενός έτους, που το κρέας τους είναι υγιεινότερο από το κρέας του αμνού και του εριφίου.
Η απογραφή Grimani το 1700 αναφέρει ότι το Δούκα και οι Μηλιές ήσαν μία κοινότητα με επτά (7) οικογένειες ή 23 άτομα. Μήπως, λοιπόν, κάποιος ονόματι Δούκας από τους Φράγκους της Πρινίτσας παρέμεινε στην Ελλάδα και πήγε στου Δούκα και έκτισε το σπίτι του και τον Άγιο Νικόλαο εις ανάμνησιν της νίκης των Φράγκων; Από το όνομα αυτού, λοιπόν, θα επήρε το χωριό το όνομα «Δούκας»;
Θα αυξήθηκαν οι οικογένειες και στην θέση «Παναγίτσα» των Μηλεών είχαν τις στάνες τους, δηλαδή τις Μηλιές. Γιατί εκεί ήσαν τα λειβάδια τους, στον Κάμπο των Μηλεών, που ήταν ο Κάμπος της Πρινίτσας με προσήλιο σχεδόν όλη την ημέρα.
Και έτσι οι στάνες=Μηλιές, έγιναν το χωριό Μηλιές. Αποσπάσθηκε από το χωριό Δούκα, επλήνθυνε το χωριό Μηλιές, το νερό όμως στην Παναγίτσα λιγοστό, γι΄ αυτό μετά από χρόνια μεταφέρθηκαν οι Μηλιές στη σημερινή θέση, όπου κουβαλούσαν τότε το νερό από την Άβουρα.
Έκτοτε Δούκα και Μηλιές συναγωνίζονται το ένα το άλλο. Εκτίστηκαν με ρυμοτομικό σχέδιο. Οι δρόμοι τους σαν λεωφόροι.
Το χωριό Μηλιές έβγαλε πάρα πολλούς επιστήμονες (ιατρούς, ιερείς, καθηγητές, δασκάλους, δικηγόρους), τεχνίτες και επιχειρηματίες. Να επισημάνουμε ότι ο δημιουργός της μεγάλης αλυσίδας «ΓΕΡΜΑΝΟΣ» (ο Πάνος Γερμανός) είναι από τις Μηλιές, κ.λ.π.
Το Δούκα ήταν το κεφαλοχώρι. Τους πρόσεχαν οι Τουρκοαλβανοί Λαλαίοι και τους έπαιρναν για γραμματείς και τεχνίτες, γι΄ αυτό τους ονόμαζαν οι Έλληνες «καλαμαράδες». Όλα τα γύρω χωριά πήγαιναν να λειτουργηθούν το Πάσχα και τα Χριστούγεννα στον Άγιο Νικόλαο στου Δούκα.
Παιδιά από Γούμερο, Αγία Άννα, Τσίπιανα, Μοστενίτσα, Δίβρη, Ράχες Γορτυνίας, Ξηρόκαμπο κ.λ.π. πήγαιναν στο μοναδικό Γυμνασιακό Παράρτημα στου Δούκα, και πρότερον στο Σχολαρχείο.
Είχε Ειρηνοδικείο, Μονοπώλιο αλατιού κ.λ.π., μαγαζιά παντοπωλεία που ψώνιζαν όλα τα χωριά. Καφενεία. Κέντρο συγκοινωνίας των γύρω χωριών. Τότε ακμή, τώρα παρακμή.
Όλα τ΄ ανωτέρω θα τα έκαναν οι Αρβανίτες αν οι κάτοικοι των Μηλεών ήσαν αλβανικής καταγωγής;
Ας πάει κάποιος στην Βιβλιοθήκη της Βενετίας για να μάθουμε περισσότερα για την Πρινίτσα, το Δούκα και τις Μηλιές.
Πάντως μ’ αυτές τις ενδείξεις και αποδείξεις επιμένω ότι η Πρινίτσα ήταν στο Πουρνάρι Μηλεών. Το μαρτυρούν «ο Κάμπος» της Πρινίτσας που είναι τώρα «Κάμπος» των Μηλεών, ο Άγιος Γεώργιος, η μαρμάρινη βρύση στο Πουρνάρι, λιγότερο οι τοποθεσίες «Σκληρού» και «Πτέρη» ακόμη όμως περισσότερο η Λέβιτσα στο Χελιδόνι. Αλλά και τα «Χρονικά» που αναφέρουν ρητά ότι ήταν στην άκρη των Σκορτών, κοντά στην GRESERA, ότι βρισκόταν σε δύσκολη και δασωμένη περιοχή της Κάπελης.-•