ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΠΕΡΣΑΙΝΑ
(Β' ΜΕΡΟΣ)
Ο Σεπτέμβρης έφθανε στο τέλος του, ο τρύγος μόλις είχε τελειώσει και το κρύο άρχισε να γίνεται αισθητό και έντονο. Τα φύλλα στα δένδρα άρχιζαν να κιτρινίζουν, τα χελιδόνια και τα’ αηδόνια έφευγαν για τις θερμές χώρες και από τα βόρεια μέρη έτοιμα να έλθουν στον τόπο μας τα χειμωνιάτικα πουλιά, οι φάσσες πρώτα και μετά τα κοτσύφια ,οι τσίχλες οι μπεκάτσες και άλλα πολλά.
Οι λίγες βροχές που είχαν πέσει, εδρόσιζαν κάπως την διψασμένη γή από τις μεγάλες ζέστες του καλοκαιριού και τα πρώτα χορταράκια έκαναν την εμφάνισίν τους μαζί με τα κυκλάμινα και τα μανιτάρια. Μέσα σ’ αυτήν την αλλαγή του καιρού οι Περσαιναίοι ψάχνουν στις χαμοκέλες και στα κατώγια τα σύνεργά τους ,τ’ αλέτρι ,τις λαιμαργιές, τα παλαντζόνια, τις αξίνες και τους κασμάδες. Η ώρα της σποράς έφθανε. Η σεμπριά από καιρό είχε συμφωνηθεί και το ζευγάρι έτοιμο να μπεί στους κήπους πρώτα για να σπείρουν τα γρασίδια, που θα γίνουν το βόσκημα των μαρτινιών στις δύσκολες ημέρες του χειμώνα.
Μερικές βροχές ακόμη, για να ποτισθή καλά η γή και αρχές Νοεμβρίου τ’ αλέτρι έσκιζε το χώμα των χωραφιών μας . Δεν υπήρχε περιοχή του χωριού που εκείνες τις ημέρες να μην άκουγες τον ζευγολάτη να φωνάζη τα ζά του πότε με λόγια γλυκά, πότε με βλαστήμιες και άλλα κοσμητικά επίθετα, όταν αυτά δεν ήθελαν να ανέβουν σε πλαγερά χωράφια για να τα οργώσουν. Συνηθισμένα πράγματα στους περσαιναίικους τόπους.
Όταν η μέρα είχε «πάρει» για τα καλά , άνθρωποι και ζά έφθαναν στο χωράφι με τον σπόρο, τα λιπάσματα και τα’ άλλα σύνεργα, αρχίζοντας την δουλειά. Πρώτα άνοιγαν τις σποριές, που ήταν αυλακιές από την μια άκρη του χωραφιού μέχρι την άλλη, τρία με τέσσερα μέτρα απόσταση η κάθε μια, ως οδηγό τους , για να ξέρουν που έχουν ρίξει σπόρο και λίπασμα.
Σπόρος σταριού πανάρχαιος «ελληνικός» έπεφτε στο όργωμα, που ποιός ξέρει πότε η Μητέρα Γή εδημιούργησε και η Ελληνίδα Θεά Δήμητρα εχάρισε πρώτα στον Τριπτόλεμο, τον γιό του βασιλιά της Ελευσίνος Κελεού και αυτός με την σειρά του τόδωσε στους Έλληνες για να γίνη η βασική τροφή τους. Ασπροσίτι και μαυραγάνι το όνομά τους. Τα έλεγαν έτσι γιατί ο καρπός του πρώτου ήταν «άσπρος» και το άγανο του δευτέρου μαύρο .Αυτά τα δύο είδη σταριού φύτρωναν για χιλιάδες χρόνια στην ελληνική γή, όπως έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές.
Οι καιροί αλλάζουν και οι άνθρωποι καταφέρνουν απίστευτα πράγματα μέσα από τις επιστήμες, που τα βλέπομε γύρω μας. Έτσι στην δεκαετία του έτους 1940, ενώ στην Ευρώπη μαίνεται ο φονικώτερος πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία , στην Αμερική (ΗΠΑ) γίνονται πειράματα φυτικών διασταυρώσεων και εμφανίζονται εκεί καινούργιοι σπόροι σταριού(από τότε άρχισαν οι μεταλλάξεις και όχι πρόσφατα).Δύο από αυτούς τους σπόρους έφθασαν στην Ελλάδα ,μέσω Ιταλίας, αρχές τις δεκαετίας του 1950, η κοντέρνα και η κονταρόζα.Τα νέα είδη σταριού, που δειλά-δειλά πέφτουν στα περσαιναίικα χωράφια, εκτοπίζουν τα παλαιά γιατί είναι πιο αποδοτικώτερα, στην νοστιμιά όμως του ψωμιού, που γίνεται από τ’ αλεύρι τους, η διαφορά με το παλαιό ψωμί είναι μεγάλη .
Η σπορά κρατούσε τρείς με τέσσερις περίπου εβδομάδες, εφόσον το επέτρεπε ο καιρός, γιατί εκείνα τα χρόνια τα πρίν το 1965, οι βροχές έπεφταν ασταμάτητα και οι γεωργοί της περιοχής μας με δυσκολία έκαναν τις δουλειές τους. Ο χειμώνας έφερνε κρύα, πάγους, χιόνια και όταν έπεφταν με μέτρο όλα τούτα ήσαν ευνοϊκά για τα σπαρτά .Στην σειρά των εποχών ακολουθεί η Άνοιξη με τον αλλοπρόσαλλο καιρό της , πότε κρύο, πότε ζέστη , πότε δυνατές βροχές, πότε χαλάζι και τα σπαρτά μέσα σ’ αυτό το καιρικό ανακάτωμα μεγαλώνουν για να ολοκληρώσουν , στην ώρα τους, τον κύκλο της ζωής τους. Οι μέρες όλο και μεγαλώνουν, το θερινό ηλιοστάσιο ,στις είκοσι-δύο Ιουνίου, γιορτή της φύσεως στον αρχαίο κόσμο, έφερνε μαζί του την ζέστη.
Στις φωλιές των πουλιών τα μικρά έτοιμα για το πρώτο τους φτερούγισμα . Τα μούρα και τα κεράσια, γινωμένα πλέον, γεμίζουν τα τράστα και τα κοφίνια και στα χωράφια τα στάχυα γέρνουν , σημάδι ότι η ώρα του θερισμού έφθασε.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος λέει η ελληνική παροιμία, που σημαίνει ότι όλοι μαζί αντιμετωπίζουν τις τρείς αυτές καταστάσεις. Εκείνα τα χρόνια πολλές δουλειές εγινόντουσαν με αλληλοβοήθεια, τις λεγόμενες δανεικαριές. Έτσι και στον θερισμό ο ένας βοηθούσε τον άλλον και ένα πρωινό, προς το τέλος Ιουνίου, περσαιναίοι και περσαινιώτισσες έφθαναν στα χωράφια με τα κοφτερά δρεπάνια στο χέρι έτοιμοι για τον θερισμό του σταριού.
Μια ,δυό και τρείς δρεπανιές και η χεριά έτοιμη, αφημένη πάνω στις καλαμιές που απομένουν από το μισό σχεδόν κόψιμο του σταριού. Πίσω από τους θεριστές ο νοικοκύρης , με άλλους δυό, μαζεύουν τις χεριές όπου έξι με επτά μαζί φτιάχνουν ένα χερόβολο. Είκοσι πέντε χερόβολα κάνουν ένα δεμάτι και ανάλογα με την ποσότητα των δεματιών και εφόσον ήταν γεμάτα καρπό έδειχναν εξ’ αρχής την καλή σοδειά του χωραφιού.
Με τραγούδια, αστεία και πειράγματα, μεταξύ των θεριστών, ο θερισμός συνεχιζόταν όλη την ημέρα εκτός από κανά δυό ώρες το γιόμα για φαγητό και μια ανάσα για λίγη ξεκούραση. Περίφημοι θεριστές την εποχή του 1960 ήταν ο Βάσος Σίνος και ο Νίκος του Παναή (Δημητρόπουλος). Κανένας δεν μπορούσε να παραβγή μαζί τους, τα χέρια τους , σαν μηχανές «γεννοβολούσαν» χεριές την μια μετά την άλλη σε ελάχιστο χρόνο.
Ο ήλιος σιγά-σιγά έγερνε, το δειλινό ήταν κοντά , το χωράφι «ξαλάφρωνε» από το βάρος του σταριού και στην τελευταία δρεπανιά η ευχή στο στόμα όλων……..και του χρόνου νοικοκυραίοι να είμαστε καλά να ξαναθερίσουμε. Ο θερισμός σ’ εκείνο το χωράφι τελείωσε, σειρά τώρα έχουν τα ζά όπου στην ράχη τους θα κουβαλούσαν τα δεμάτια στ’ αλώνια για τα’ αλώνισμα.
Τα αλώνια του χωριού ήσαν φτιαγμένα σε διάφορες περιοχές του. Στην Δέση ήταν των Δρακαίων, του θείου μου του Αγγελάκη, του Σπηλιογιώργη, των Πετρακαίων και λίγο πιο κάτω του παπα- Μήτσου και των Παπαδαίων στου Αρακόντη. Στου Ράπη ήταν τ’ αλώνι του πατέρα μου, του Δημητράκη (Μητρώνη) και απέναντι στου Βαρθανάση των Τσουμπαίων και λίγο πιο πέρα του Πάνου Στροφύλλα και του Κουτσοπαναγιώτη. Στο νεράκι, απέναντι από τα’ Αργυραίικα, ήταν τα’ αλώνι του Χαλικιά και στου Βαστακολέγα των Κουτσαίων με του Ρότσα (Γκουβέρου). Στην Κιάφα του θείου μου του Αγγελή του Χρόνη και στο Δέντρο κανά δυό που δεν θυμάμαι σε ποιους ανήκαν.
Στου Γκουγκούνη εδέσποζαν τα αλώνια των Βαβυλαίων και απέναντι του Νίκου του παπά (Καλογερόπουλου). Στου Σέρι του Στασινάκου-Μητρώνη, στα σκαλιά του γέρο-Βασίλη Αποστολόπουλου (Τσαβαλάς), στου Τσουμαϊλη του Θανάση Καπετάνιου, στην Αγ.Παρασκευή του Νικόλα Καπετάνιου και στα Σουρπέλια του Πάνου Σούτη με του Διονύση Γκουβέρου. Αλώνι είχε στου Τριθώρι και ο Βασίλης Αργυρόπουλος (τ’ Αργύρη) και στα Διακόπια ο Στασινάκος με τον Κωστάκη του Σπήλιου.
Τα πιο πολλά αλώνια ήσαν στον Αϊ Δημήτρη-Αρανικολάκη που δεν θυμάμαι σε ποιους ανήκαν (θυμάμαι μόνο του Λάμπη, Παναγιώτη (Μικέλη) του Πάνου της Ρούσας και του Κοντώση). Ίσως να υπήρχαν κι’ άλλα αλώνια που δεν θυμάμαι τώρα ή δεν τα πρόλαβα στις μέρες μου.
Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένας στύλος από ξύλο δένδρου, δυόμισυ περίπου μέτρα ύψος , το στριγερό όπως το έλεγαν. Από το στριγερό και κυκλικά απλωνόταν τα δεμάτια του σταριού με τα στάχυα προς τον Ουρανό. ΄Αλογα το χωριό μας είχε πολλά, όμορφα και δυνατά. Τρία από αυτά (συνήθως), με καινούργια πέταλα στα πόδια τους, έμπαιναν στ’ αλώνι δεμένα απ’ τον λαιμό με μια τριχιά που να φθάνη κυκλικά στ’ αλώνι ,από το στριγερό, άρχιζαν το πιλάλημα πατώντας το στάρι μέχρι που να βγή ο καρπός απ’ τα χερόβολα, απ’ το λουβί τους. Επτά με οκτώ ώρες κρατούσε το αλώνισμα .Μετά, στο τέλος , αφού ο καρπός είχε βγεί τα άλογα καταϊδρωμένα απολάμβαναν τον καρπό της βρώμης στον τορβά τους και οι άνθρωποι τον κόκκορα με χυλοπίττες της νοικοκυράς .
Άχυρα και καρπός, μαζεμένα σαν «βουνό» γύρω από το στριγερό, περιμένουν τον χωρισμό τους που γίνεται με τα δικριάνια στο πρώτο φύσημα του αέρα. Καμμιά δεκαριά ημέρες βαστούσε το λίχνισμα και μετά ο καρπός καθαρός έμπαινε με το κάρτο στα σακκιά και από εκεί στο χωριό για το κασσόνι του σπιτιού.
Έτσι γινόταν η σπορά, ο θερισμός και τα’ αλώνισμα εκείνα τα χρόνια (μέχρι το 1960). Μετά ήλθαν οι μηχανές που κατάργησαν τα δρεπάνια και τ’ άλογα. Ελπίζω να μην σας κούρασα, αλλά νομίζω ότι κάνει καλό κάπου – κάπου οι μεγάλοι σε ηλικία να θυμώμαστε τα παλιά μας « βάσανα» αλλά και να μαθαίνουν οι νεώτεροι.
Λάκης Α. Αργυρόπουλος
Eπισκέπτες ON LINE